- αμετανόητος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δε μετάνιωσε ή δε μετανιώνει, αδιόρθωτος: Μένει ο ίδιος, χαρτοπαίχτης αμετανόητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀμετανόητος — unrepentant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμετανόητος — η, ο (AM αμετανόητος, ον) αυτός που δεν μετανοεί ή δεν μετανόησε, αμεταμέλητος, αδιόρθωτος αρχ. αυτός, για τον οποίο δεν μετανοεί κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μετανοῶ. ΠΑΡ. ἀμετανοησία] … Dictionary of Greek
ἀμετανοήτως — ἀμετανόητος unrepentant adverbial ἀμετανόητος unrepentant masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετανόητον — ἀμετανόητος unrepentant masc/fem acc sg ἀμετανόητος unrepentant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετανοήτοις — ἀμετανόητος unrepentant masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετανοήτου — ἀμετανόητος unrepentant masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετανοήτους — ἀμετανόητος unrepentant masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετανοήτων — ἀμετανόητος unrepentant masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετανοήτῳ — ἀμετανόητος unrepentant masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετανόητα — ἀμετανόητος unrepentant neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)